- εδαμασα
- ἐδάμασαaor. к δαμάζω См. δαμαζω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐδάμασα — ἐδάμᾱσα , δαμάω aor ind act 1st sg (doric aeolic) δαμάζω overpower aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek
δαμάλης — δαμάλης, ο (Α) 1. αυτός που δαμάζει («δαμάλης Ἔρως», Ανακρ.) 2. νεαρό βόδι, μοσχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι* + επίθημα σε Ι ] … Dictionary of Greek
δαμάσιππος — δαμάσιππος, ον (Α) αυτός που δαμάζει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμάτειρα — δαμάτειρα, η (Α) η δαμάστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα τού αορ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + (επίθημα) τειρα] … Dictionary of Greek
δαμαίος — ο (Α Δαμαῑος) νεοελλ. βιολ. γένος ακάρεων αρχ. Δαμαῑος επίκληση τού Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι*] … Dictionary of Greek
δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek
δαμασίφρων — ( ονος), ον (Α) αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμασίφως — ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμασίχθων — δαμασίχθων, ο (Α) (επιθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που δαμάζει ή τιθασεύει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + χθων ( ονός) «γη». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμασικόνδυλος — δαμασικόνδυλος, ον (Α) όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek